Η Επανάσταση του 1821 είναι μια κατ’ εξοχήν ηρωική εποχή, κατά την οποία οι «ραγιάδες» Έλληνες ξεσηκώνονται κατά του μακραίωνου οθωμανικού ζυγού. Μολονότι οι αγώνες αυτοί έχουν ταυτιστεί με την αξιοσύνη και τη γενναιότητα των ανδρών της εποχής, οι γυναίκες της εποχής δεν έμειναν αμέτοχες. Μια ηρωική εποχή δεν γεννά μόνο γενναίους άνδρες αλλά και γενναίες γυναίκες, οι οποίες ανατρέφονται από τους ίδιους γονείς και γαλουχούνται με τις ίδιες ιδέες και αξίες και μέσα στις ίδιες συνθήκες.
Υπάρχουν οι γυναίκες που μένουν πίσω και περιμένουν καρτερικά το γυρισμό των ανδρών, τους οποίους εμψυχώνουν και ενθαρρύνουν, αλλά υπάρχουν και οι γυναίκες που αγωνίζονται δίπλα τους, ισότιμα, αξίζοντας το ίδιο μερίδιο ανδρείας. Είναι και εκείνες οι γυναίκες του Αγώνα, που βγαίνουν στα βουνά για να πολεμήσουν τον εχθρό.
Συνολικά η συνεισφορά των γυναικών στην ελληνική επανάσταση του 1821 δεν έχει αναδειχθεί σε όλο της το φάσμα μέσα από τη σύγχρονη ιστορία, παρότι τα δημοτικά τραγούδια, οι μαρτυρίες περιηγητών της εποχής και πολλά εικαστικά έργα αναδεικνύουν διαχρονικά το σημαντικότατο ρόλο τους σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.
Η γυναίκα, είναι παρούσα στον πόλεµο και στη ειρήνη . Είναι δυνατή µέσα από την φαινομενική της αδυναµία. Ζει το µέγα µυστήριο της ζωής , φέρνει στον κόσµο τα παιδιά της διακινδυνεύοντας την ίδια της τη ζωή. Διδάσκει στα παιδιά της την ειρήνη . Θέλει τα παιδιά της ζωντανά, ενεργά µέλη της κοινωνίας, δημιουργούς καινούργιου κόσµου πιο δίκαιου και ειρηνικού. Της αξίζει το ποίημα του εθνικού µας ποιητή Κωστή Παλαµά, γραµµένο τότε για την Καλλιρρόη Παρρέν : «Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα. Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα προς τη µμελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα και ετοίμασε τη νέα ζωή, µιας νέας χαράς υφάντρα και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα».
Είναι όµως και η γυναίκα η ανυπόταχτη, που πήρε νωρίς άλλο δρόµο «το δρόµο των κλεφτών, των καπεταναίων » κι έτσι πλάθεται στο τραγούδι ο θρύλος της κόρης που ζει και µάχεται δίπλα στους κλέφτες , στα παλικάρια, ένας θρύλος που κρατάει από το Βυζάντιο και θέλει την κόρη μεταμφιεσμένη σε άντρα να πολεµά µαζί του. «Ποιος είδε ήλιο το βράδυ κι άστρι στα παλικάρια ποιος είδε κόρη ανύπαντρη να πάνε µε τους κλέφτες; δώδεκα χρόνους έκανε αρματολός και κλέφτης, κανένας δε τη γνώριζε, κανένας δεν την ξέρει…»
Το 1475 η Λήμνος δέχθηκε την κατακτητική επίθεση των Τούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν πασά. Σώθηκε από μια νέα κόρη, την Μαρούλα Κλαδά. η νεαρή κόρη μόλις είδε τον αγαπημένο πατέρα της να φονεύεται από τους Τούρκους, ζώσθηκε αμέσως τα όπλα του και όρμησε εναντίον των Τούρκων, ενώ την ακολουθούσαν, συγκινημένοι και παρακινημένοι από την τόλμη της, οι νησιώτες συμπατριώτες της. Οι Τούρκοι, έκπληκτοι και φοβισμένοι, υποχώρησαν, η Λήμνος δεν έπεσε τότε και συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη.
Το Σεπτέμβριο του 1570 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο. Μετά την άλωση της Λευκωσίας, 2.000 νέοι και νέες αρπάχθηκαν και επιβιβάσθηκαν στα πλοία, για να πωληθούν δούλοι. Ανάμεσά τους και μία νεαρή Ελληνίδα, η Μαρία η Συγκλητική, καθώς δεν ήθελε να υποφέρει την ατιμία, αποφάσισε να εκδικηθεί τον κατακτητή, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της γαλέρας, όπου κρατείτο. Η γαλέρα και δυο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα της, ανατινάχθηκαν στον αέρα, τα πλούσια – πολύτιμα λάφυρα, κατεστραμμένα, διασκορπίστηκαν στη θάλασσα και στον αέρα και η λεία της σκλαβιάς, χίλιες νεανίδες, έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.
Το εξοχότερο παράδειγμα ποικίλης προσφοράς στο υπόδουλο Γένος, είναι η μορφή της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας. Κόρη του Αθηναίου Αγγέλου Μπενιζέλου και της Σηρίγης, γεννήθηκε το 1522, τον σκληρό εκείνο πρώτο αιώνα της δουλείας στην Αθήνα. Το κοσμικό της όνομα Ρεγούλα. Το 1536 παντρεύτηκε, αλλά μετά από τρία χρόνια έμεινε χήρα. Χωρίς άλλες υποχρεώσεις πλέον για παιδιά ή οικογένεια, επιδόθηκε εξ ολοκλήρου σε βίο ασκητικό και φιλελεήμονα. Μετέτρεψε το γειτονικό ναΐσκο του αγίου Ανδρέου σε γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσε όλη την περιουσία της και έγινε μοναχή. Προχώρησε ακόμη στην Ίδρυση βιοτεχνικού εργαστηρίου και οργάνωσε κέντρο ξενίας και προστασίας για τις Αθηναίες που κινδύνευαν να παρασυρθούν από τις ανάγκες τους ή .. από τα κάλλη τους στον Ισλαμισμό και στις τάξεις των Οθωμανών. Διακόσιες (200) νεαρές Ελληνίδες εύρισκαν λιμάνι γαλήνης και ανεφοδιασμού στο μοναστήρι της Φιλοθέης. Και το Θεάρεστο έργο αύξανε. Τα μικρά παιδάκια που οδηγούνταν εκεί, κατευθύνονταν «εξ απαλών ονύχων» στην παράδοση του Έθνους. Οι πτωχοί και οι γέροντες και οι ασθενείς έγιναν το περιεχόμενο της καθημερινής ασκήσεως της φιλανθρωπίας. Η Αθήνα είχε αναζωογονηθεί. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη δράση της Φιλοθέης και αφού τη συνέλαβαν, την φυλάκισαν και της επέφεραν παντός είδους βασανιστικές κακώσεις. Την απελευθέρωσαν σε λίγο καιρό, αλλά τη νύκτα της 2 προς 3 Οκτωβρίου 1588, καθώς συμμετείχε σε αγρυπνία, την συνέλαβαν για δεύτερη φορά. Οι μάστιγες και τα τραύματα που δέχτηκε αυτή τη φορά ήταν πολλαπλάσια τώρα, και η μάρτυς έμεινε ημιθανής. Μετά από τρεις μήνες, στις 19 Φεβρουαρίου 1589, πέθανε και το 1600 ανακηρύχθηκε αγία.
Οι Σουλιώτισσες:
Ελκύουν εντυπωσιακά την προσοχή του κάθε μελετητή οι Σουλιώτισσες, καμάρι της αδούλωτης λεβεντιάς, με την αντρίκεια περιφρόνηση του κινδύνου. Προβάλλουν και εμπνέουν στους αιώνες, στα άτομα και στους λαούς, το ηρωικό πνεύμα και την ηθική αντίληψη, πάντα εναρμονισμένα. Είναι οι επώνυμες Σουλιώτισσες πρώτες: η Μόσχω Τζαβέλλα, πρώτη και μεγάλη ηρωίδα, αληθινή καπετάνισσα, με δυνατό χαρακτήρα και ψυχή τολμηρή.
Ακολουθεί η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, που πολέμησε στο Σούλι, στην Κιάφα, στο Κούγκι και στην Πάργα. Επιβλητική προβάλλει η μορφή της Δέσπως Μπότση, που είχε εμπνεύσει τη θαρραλέα απόφαση του αγώνα μέχρι θανάτου, σε δυο γενιές κατοπινές, κόρες- νύφες και εγγόνια. Στις 20 Δεκεμβρίου 1803 πολεμώντας ως το τέλος, ανατίναξε τον πύργο της. Και κατά κάποιο τρόπο κλείνει τον κύκλο των επώνυμων Σουλιωτισσών που έγιναν και θέματα δημοτικών τραγουδιών, η Ελένη Μπότσαρη, η νεαρή κόρη, που πολεμάει διώκοντας και διωκόμενη, λέγοντας:
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Μάρκου
και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια.
Οι Ελληνίδες του Μωριά και της Ρούμελης:
Αντάξιες προς τις Σουλιώτισσες, αναδείχτηκαν και οι γυναίκες του Μωριά και της Ρούμελης. Κορυφαία είναι η μορφή της Ζαμπέτας Κολοκοτρώνη, κόρης οπλαρχηγού, γυναίκας ήρωα και μάνας ηρώων! Μα και η ίδια ήταν προσωπικά ηρωίδα, αφού πολέμησε και ανδραγάθησε στους πύργους της Καστάνιτσας, όπου και σκοτώθηκε ο άνδρας της ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης. Γέννησε κι ανάστησε τον γέρο του Μωριά, καθώς υφίστατο την αγωνία και την μανία σκληρών καταδιώξεων. Το 1770 «3 Απριλίου, ημέρα της Λαμπρής, στο βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω», σημειώνει ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στη Διήγηση συμβάντων της Ελληνικής φυλής.
Μεγάλη και σκληρή η εποχή της Τουρκοκρατίας, μεγάλες οι πράξεις των Ελληνίδων να γεννούν και να καταδιώκονται, κρατώντας βρέφος και σπαθί, και να θηλάζουν παιδιά, έχοντας και πιστόλια στο στήθος τους! Συγκλονίζει η καθημερινή γυμναστική της ψυχής της Ελληνίδας στο Μωριά, στη Ρούμελη και στην Ελλάδα ολόκληρη, για τον αγώνα της ζωής και τη ζωή του αγώνα του Γένους μας.
Εκπληκτική η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας. Δύο φορές χήρα στη ζωή της και μητέρα πολλών παιδιών, ήταν καπετάνισσα στα πλοία του δεύτερου άνδρα της Δημήτρη Μπούμπουλη. Στις Σπέτσες όλοι την είχαν παραδεχτεί για άξια κυρά-καπετάνισσα. Όταν οι Τούρκοι της αμφισβήτησαν το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται αυτή τα πλοία-κληρονομιά του άνδρα της- έφθασε ως την Κων/πολη να βρει το δίκιο της και επλησίασε τη Βαλιδέ Σουλτάνα ( μητέρα του Σουλτάνου) στα Ανάκτορα του Σουλτάνου, όπου και της αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα να έχει τα πλοία (και την περιουσία) του άνδρα της. Τη Βαλιδέ Σουλτάνα επισκέφθηκε, αλλά και στην Εταιρεία τη Φιλική μυήθηκε, πιθανότατα στην Κων/πολη, στα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση. Ήταν από τις λίγες γυναίκες που μυήθηκαν και κράτησε καλά το μυστικό, καθώς προετοιμάσθηκε για τον Αγώνα. Καθόσον τότε ναυπήγησε το πλοίο «Αγαμέμνων», 48 πήχεων, με 18 κανόνια, ως εμπορικό τάχα πλοίο. Το κατόρθωσε, αφού δωροδόκησε τον Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν πασά, να γνωματεύσει ότι ήταν ένα συνηθισμένο πλοίο. Στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1821, η Μπουμπουλίνα ξεσήκωσε τις Σπέτσες σε επανάσταση και έσπευσε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις πολιορκίας του Ναυπλίου. Από τότε – τις πρώτες ημέρες- συμμετείχε ενεργά στον αγώνα του «21», προσφέροντας τα παιδιά της και την περιουσία της όλη.
Τοποθετήθηκε δίπλα στη Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους, που ύψωσε την επαναστατική σημαία στη Μύκονο. Ήταν πλούσια κόρη η Μαντώ, λεπτή αριστοκράτισσα, ίσως η πιο πολύφερνη νέα Ελληνίδα της εποχής. Με δικές της δαπάνες εξόπλισε πλοία και κατεδίωκε τους πειρατές που έκαναν αποβάσεις- επιθέσεις στη Μύκονο. Τα πλοία της συμμετείχαν το «21» σε όλες τις επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου στην Εύβοια και στον Παγασητικό. Η ίδια η Μαντώ, ντυμένη με ανδρικά ρούχα, μετέχει σε μάχες επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, που είχε εξοπλίσει η Ίδια, με δικές της δαπάνες το οποίο και το συντηρούσε και γι’ αυτό ονομάζεται τιμητικά αντιστράτηγος.
Επειδή ήταν μορφωμένη, μιλούσε και έγραφε Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά, κατατόπιζε τους ξένους φιλέλληνες στα διάφορα ζητήματα και αλληλογραφούσε με το εξωτερικό, προσπαθώντας να ξυπνήσει και να ενεργοποιήσει φιλελληνικά διαδήματα στους λαούς της Ευρώπης. Και όταν τελείωσε ο επαναστατικός αγώνας και ελευθερώθηκε η Ελλάδα, μα γύρω υπήρχε δυστυχία και ήταν πλήθος τα ορφανά, η Μαντώ έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των ορφανών.
Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω.
(Διον. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι).
Κάθε φορά που θα μελετήσει κανείς την Ιστορία μας, την Ελληνική Ιστορία, θα καταλήξει να επαναλαμβάνει τους παραπάνω στίχους του εθνικού μας ποιητή, διαπιστώνοντας ότι οι Ελληνίδες γεμίζουν τις σελίδες της Ιστορίας μας με τις θαυμαστές θυσίες τους.