Ζούμε στην εποχή του εαυτού. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –από το Instagram έως το TikTok– μετατρέπουν κάθε χρήστη σε πρωταγωνιστή ενός ατελείωτου θεάματος: selfies, stories, viral trends, αριθμοί ακολούθων. Το βλέμμα του άλλου γίνεται καθρέφτης, αλλά και παγίδα. Πίσω από τα φίλτρα, τις προβολές και τις καρδιές, όμως, κρύβεται μια πιο βαθιά, υπαρξιακή ερώτηση: Ποιοι είμαστε χωρίς κοινό;
Η διαρκής ανάγκη επιβεβαίωσης, η εμμονή με την εικόνα, η κατασκευή ενός «ιδανικού εαυτού» προς τέρψιν των άλλων, δημιουργεί ένα ψυχολογικό βάρος που όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να σηκώσουν. Το παράδοξο είναι πως όσο περισσότερο προβάλλουμε τον εαυτό μας, τόσο πιο αποξενωμένοι νιώθουμε από αυτόν.
Το «ήσυχο Εγώ»: Μια ριζοσπαστική πρόταση
Μέσα σε αυτό το τοπίο, αναδύεται μια αντιπρόταση: το «ήσυχο Εγώ». Όχι ως αδιαφορία ή απόσυρση, αλλά ως βαθιά συνειδητή επιλογή.
Το ήσυχο Εγώ δεν έχει ανάγκη το like. Δεν μετράει την αξία του με αλγόριθμους. Εστιάζει στην ουσία της εμπειρίας, στην ποιότητα των σχέσεων, στην αλήθεια της στιγμής. Επιλέγει την αυθεντικότητα έναντι της αποδοχής. Και κυρίως, αντέχει να υπάρχει χωρίς να εκτίθεται.
Όταν οι πολιτικοί γίνονται influencers
Δεν είναι μόνο οι απλοί χρήστες των social media που αναζητούν προβολή. Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε όλο και περισσότερους πολιτικούς να μετατρέπουν τα προσωπικά τους προφίλ σε καθημερινό “ρεπορτάζ ζωής”. Δεν μιλούν μόνο για πολιτική. Μιλούν για το φαγητό τους, για τις βόλτες τους, για όσα «αισθάνονται». Με λίγα λόγια, παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν έναν ακόμη δημιουργό περιεχομένου, με στόχο να φανούν προσιτοί – και, κυρίως, να προσελκύσουν το νεανικό κοινό. Έτσι η πολιτική δράση παρουσιάζεται ως προϊόν branding, όχι ως ουσιαστικό έργο.
Αυτό που παλιά γινόταν μέσα από συνεντεύξεις, ομιλίες ή θέσεις πάνω σε ζητήματα, τώρα γίνεται μέσα από stories, posts και memes. Η πολιτική επικοινωνία δεν βασίζεται πια τόσο στη σκέψη ή στη στάση, αλλά στο πώς παρουσιάζεται το πρόσωπο. Η εικόνα προηγείται του περιεχομένου.
Μπορεί αυτό να δείχνει «φρέσκο» ή «ανθρώπινο», όμως κρύβει έναν σοβαρό κίνδυνο: η πολιτική μετατρέπεται σε σόου. Όταν ένας πολιτικός γίνεται πιο γνωστός για τα αστεία του στο TikTok παρά για τις θέσεις του, κάτι χάνεται. Βέβαια μέσα από τα social media, ο πολιτικός δεν εκτίθεται σε δημοσιογράφους, πολιτικούς αντιπάλους ή πολίτες που θέτουν κρίσιμα ερωτήματα. Αντίθετα, επιλέγει το περιεχόμενο, τη στιγμή, και —κυρίως— το πλαίσιο. Έτσι, ο δημόσιος διάλογος γίνεται μονόλογος.
Γι’ αυτό και η έννοια του «ήσυχου Εγώ» αποκτά πολιτική σημασία. Το να μη φωνάζεις διαρκώς για να φανείς, αλλά να μιλάς ουσιαστικά όταν χρειάζεται, δεν είναι απλώς στάση ζωής. Είναι και στάση απέναντι σε μια δημόσια σφαίρα που έχει γίνει θόρυβος.
Το μέλλον του εαυτού μας δεν είναι δημόσιο
Τα social media έχουν κάτι σχεδόν υπνωτιστικό: σου μαθαίνουν να μετράς την αξία σου με βάση το αν έγινε viral ένα βίντεο, αν κάποιος σου έκανε like, αν φάνηκες έξυπνος, αστείος ή συμπονετικός με τον σωστό τρόπο. Δεν σου το λένε ευθέως, αλλά το υπονοούν σε κάθε σου scroll: αν δεν φαίνεσαι, δεν υπάρχεις.
Καθώς η κοινωνία αναζητά νέες ισορροπίες, η έννοια του «ήσυχου Εγώ» μπορεί να γίνει θεμέλιο για μια νέα ψηφιακή ηθική. Σε έναν κόσμο που φωνάζει διαρκώς “κοίτα με”, το πιο ριζοσπαστικό μήνυμα μπορεί να είναι: είμαι εδώ, κι ας μη φαίνομαι.

Χρύσα Βρυώνη